- διακράζω
- διακράζω (Α)1. κραυγάζω διαρκώς2. συναγωνίζομαι κάποιον στις φωνές, στις κραυγές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακράξαι — διακράζω have a screaming match aor inf act διακράξαῑ , διακράζω have a screaming match aor opt act 3rd sg διακράζω have a screaming match aor inf act διακράξαῑ , διακράζω have a screaming match aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακράσει — διακράζω have a screaming match aor subj act 3rd sg (epic) διακράζω have a screaming match fut ind mid 2nd sg διακράζω have a screaming match fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεκράξεται — διακράζω have a screaming match futperf ind mid 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεκραγυίας — διακεκρᾱγυί̱ᾱς , διακράζω have a screaming match perf part act fem acc pl διακεκρᾱγυί̱ᾱς , διακράζω have a screaming match perf part act fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεκραγότα — διακεκρᾱγότα , διακράζω have a screaming match perf part act neut nom/voc/acc pl διακεκρᾱγότα , διακράζω have a screaming match perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακέκραγε — διακέκρᾱγε , διακράζω have a screaming match perf imperat act 2nd sg διακέκρᾱγε , διακράζω have a screaming match perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακέκραγεν — διακέκρᾱγεν , διακράζω have a screaming match perf ind act 3rd sg διακέκρᾱγεν , διακράζω have a screaming match plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… … Dictionary of Greek
διακεκραγέναι — διακεκρᾱγέναι , διακράζω have a screaming match perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεκραγός — διακεκρᾱγός , διακράζω have a screaming match perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)